ἀντίρροπος — counterpoising masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίρροπος — η, ο (Α ἀντίρροπος, ον) [αντιρρέπω] νεοελλ. αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το αντίθετο μέρος, προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. 1. αυτός που ενεργεί ως αντιστάθμισμα, που διατηρεί την ισορροπία σε κάτι 2. εξίσου βαρύς με κάποιον 3. ισοδύναμος… … Dictionary of Greek
ἀντιρρόπως — ἀντίρροπος counterpoising adverbial ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροπον — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc sg ἀντίρροπος counterpoising neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόποις — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπου — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπους — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιρρόπων — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροπα — ἀντίρροπος counterpoising neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρροποι — ἀντίρροπος counterpoising masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)